ερυθριώ — (AM ἐρυθριῶ, άω) [ερυθρός] κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος (κυρίως από ντροπή) («τότε καὶ εἶδον ἐγώ... Θρασύμαχον ἐρυθριῶντα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
ανερυθρίαστος — η, ο (Α ἀνερυθρίαστος, ον) [ερυθριώ] αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, ξετσίπωτος … Dictionary of Greek
αρτηρίασις — ἀρτηρίασις, η (Μ) η βρογχίτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτηριώ ( άω), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ψωρίασις < ψωριώ, ερυθρίασις < ερυθριώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
επερυθριώ — ἐπερυθριῶ, άω (Α) κοκκινίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερυθριώ (< ερυθρός)] … Dictionary of Greek
ερευθιώ — ἐρευθιῶ, άω (Α) [έρευθος] γίνομαι ερυθρός, ερυθριώ, κοκκινίζω … Dictionary of Greek
ερυθρίαση — η (AM ἐρυθρίασις, Α ιων. τ. ἐρυθρίησις) [ερυθριώ] το κοκκίνισμα τού προσώπου (και γενικά τού δέρματος) κυρίως από ντροπή … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
κατερυθριώ — (Α κατερυθριῶ, άω) γίνομαι κατακόκκινος, κατακοκκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρυθριῶ «κοκκινίζω»] … Dictionary of Greek